κιάθω

κιάθω
κιάθω (Α)
(εκτετ. τ. τού κίω)
μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω*, εκτός τού «ἐκίαθεν
ἐπορεύετο» τού Ησύχ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μετακιάθω — (Α) (μόνο στον πρτ. και στον αόρ.) πηγαίνω πίσω από κάποιον, ακολουθώ, επακολουθώ, έρχομαι μετά («ἱππῆες δ ὀλίγον μετεκίαθον», Ομ. Ιλ.) 2. καταδιώκω, κυνηγώ («Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε», Ομ. Ιλ.) 3. πηγαίνω σε επίσκεψη 4. μεταβαίνω για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”